- ρινόπωμα
- το, Νζωολ. γένος νυχτερίδων τής οικογένειας ρινοπωματίδες, με τέσσερα είδη που απαντούν στη βορειοανατολική Αφρική και τη νοτιοδυτική Ασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinopoma (< ῥίς, ῥινός + πώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.